κτηνιατρικός

κτηνιατρικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτηνίατρο και την κτηνιατρική: Επισκεφθήκανε την κτηνιατρική υπηρεσία του υπουργείου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κτηνιατρικός — ή, ό [κτηνίατρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτηνίατρο ή στην επιστήμη του («κτηνιατρική υπηρεσία») 2. το θηλ. ως ουσ. η κτηνιατρική η επιστήμη που ασχολείται με την ανατομική, τη φυσιολογία, την παθολογία και τη θεραπευτική τών ζώων …   Dictionary of Greek

  • κτηνιατρική — Η επιστήμη που ασχολείται με την πρόληψη και τη θεραπεία των νόσων των ζώων, την προφύλαξη από τις λοιμώδεις επιδημικές ασθένειες, την υγιεινή τους και την προστασία του ανθρώπου από την επαφή του με τα ζώα. Η κ. πρωτοεμφανίστηκε στις χώρες της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”